ἐπεφόρησε

ἐπεφόρησε
ἐπιφορέω
put
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιφορώ — ἐπιφορῶ, έω (AM) επισωρεύω («κατύπερθε δὲ ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῡν γῆς ἐπεφόρησε», Ηρόδ.) αρχ. 1. φέρω, προσφέρω 2. συλλαμβάνω ή έχω στην κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φορώ, επαναληπτικό, εμφατικό παράγωγο τού φέρω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”